Απο το κίνημα των πλατειών στο δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία

Το βιβλίο “Από το Κίνημα των Πλατειών στο Δημοψήφισμα για την Ανεξαρτησία: Δυο Κείμενα για την Περίπτωση της Καταλονίας”, εκδόθηκε σε 300 αντίτυπα στην Αθήνα τον Δεκέμβρη του 2018 και διανέμεται χωρίς αντίτιμο. Δεν αναγνωρίζουμε κανενός είδους πνευματικά δικαιώματα. Η έκδοση μπορεί να χρησιμοποιηθεί ελεύθερα για κινηματική χρήση.

Ολόκληρη η έκδοση μπορεί να βρεθεί εδώ.

Μακριά από τα περσινά φώτα της παγκόσμιας επικαιρότητας, η ένταση στην Καταλονία καλά κρατεί και τίποτα δεν έχει επιλυθεί: Στις 11 Σεπτεμβρίου 2018, η αστυνομία ανακοίνωσε τη συμμετοχή περίπου ενός εκατομμυρίου διαδηλωτών στη συγκέντρωση για τον ετήσιο εορτασμό της πτώσης της Βαρκελώνης, οι οποίοι υπενθύμιζαν ότι «οι δρόμοι θα είναι πάντοτε δικοί μας» επιθυμώντας «ανεξαρτησία». Λίγες μέρες αργότερα, στην πρώτη επέτειο του δημοψηφίσματος της 1ης Οκτωβρίου, περίπου 200.000 άτομα έκαναν απογευματινή πορεία κρατώντας καταλανικές σημαίες, φωνάζοντας «1η Οκτώβρη, δεν ξεχνάμε, δεν συγχωρούμε», περικυκλώνοντας μεταξύ άλλων τη Βουλή. Νωρίτερα το πρωί της ίδιας μέρας, μέλη των Επιτροπών Υπεράσπισης της Δημοκρατίας, μετεξέλιξη των Επιτροπών Υπεράσπισης του Δημοψηφίσματος, κατέλαβαν δρόμους στη Βαρκελώνη και στη Lleida μπλοκάροντας παράλληλα τους αυτοκινητόδρομους προς τη Γαλλία και τη Μαδρίτη. «Όλα ξεκίνησαν την 1η Οκτώβρη και όλα καταλήγουν στην 1η Οκτώβρη», δήλωσε ο νέος εθνικιστής πρόεδρος της Καταλονίας Quim Torra κατά την επίσκεψή του στο εκλογικό κέντρο της μικρής πόλης Sant Julià de Ramis, όπου τότε η αστυνομία είχε εμποδίσει τον προκάτοχό του Carles Puigdemont να ψηφίσει. «Συνεχίστε να πιέζετε», είπε απευθυνόμενος στους διαδηλωτές. Μια μέρα αργότερα, εξέδωσε τελεσίγραφο προς τη νέα, εύθραυ- στης πλειοψηφίας, ισπανική κυβέρνηση λέγοντας ότι «η υπομονή της χώρας δεν είναι απεριόριστη» και ότι αν δεν συμφωνηθεί από κοινού ο τρόπος απόσχισης της Καταλονίας «τα κόμματα που επιθυμούν την ανεξαρτητοποίηση δεν θα εγγυηθούν πλέον τη σταθερότητα της κυβέρνησης του κ. Pedro Sànchez στο κοινοβούλιο».
Και τα δυο κείμενα αυτής της έκδοσης είναι γραμμένα πολύ κοντά χρονικά στην περυσινή περίοδο της καταστολής και του διχασμού. Για τη μηντιακά παγιδευμένη αντίληψη της πραγματικότητας εγείρεται, επομένως, κάπως αυτόματα το ερώτημα τη πιθανής χρησιμότητας που μπορεί να έχει η δημοσίευσή τους έναν χρόνο μετά. Και μάλιστα, χωρίς να πλαισιώνονται από κάποιο άλλο πιο πρόσφατο κείμενο, χωρίς κάποιο «update». Αυτή η αντίληψη, δομημένη η ίδια με επικό τρόπο, προϋποθέτει ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει μετά από έναν χρόνο, όμως, όπως γράφει ο Hansen:
“πίσω από την επική αφήγηση της πολιτιστικής και πολιτικής αντίστασης, το κίνημα της καταλανικής ανεξαρτησίας περιορίζεται βαθύτατα από την πολιτική οικονομία, την ταξική σύνθεση και τι γεωπολιτικές συμπλέξεις της Καταλονίας”
Πάνω από 3.000 μεγάλες επιχειρήσεις έχουν μεταφέρει την έδρα τους μακριά από την Καταλονία από την περίοδο του δημοψηφίσματος και μετά. Στις εκλογές της 22ης Δεκεμβρίου 2017, οι οποίες προκηρύχθηκαν αναγκαστικά μετά την ενεργοποίηση του άρθρου 155 και τη διάλυση της καταλανικής βουλής από το ισπανικό κράτος, αποτυπώθηκε ξανά η βαθιά διαίρεση του καταλανικού πληθυσμού όσον αφορά την επιθυμία απόσχισης ή μη. Την ίδια στιγμή, η στήριξη στην ανεξαρτησία είναι πλειοψηφική στις αγροτικές περιοχές και τη μεσαία τάξη, ενώ παραμένει μειοψηφική στην εργατική τάξη των μεταναστών, εσωτερικών ή μη, και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Η Ευρωπαϊκή Ένωση συνεχίζει να στηρίζει την ισπανική κυβέρνηση, που απέτυχε να μειώσει την επιρροή των οπαδών της ανεξαρτησίας, θεωρώντας το ζήτημα «εσωτερικό». Κατ’ επέκταση, η Ε.Ε. εγγυάται τη σταθερότητα του ισπανικού κράτους αγνοώντας τις επικλήσεις των οπαδών της ανεξαρτησίας για «καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων» όσων έχουν διωχθεί από την ισπανική δικαιοσύνη για τη δράση τους. Η ανάδειξη αυτών των περιορισμών, που εκτίθενται πιο αναλυτικά στα δυο κείμενα που έχουμε επιλέξει και συνεχίζουν να ισχύουν, αποτελεί κεντρική επιδίωξη αυτής της έκδοσης, όχι όμως τη μόνη. Όπως και στην περίπτωση των κούρδων της Rojava –αν και όχι στην ίδια έκταση είναι η αλήθεια, καθώς οι καταλανικές σημαίες που ανέμιζαν ήταν πάρα πολλές για να αγνοηθούν εύκολα και αυτοί που τις κρατούσαν δεν δήλωναν ότι κάνουν επανάσταση, δεν ανήκαν στον λεγόμενο τρίτο κόσμο ούτε στη λεγόμενη καπιταλιστική περιφέρεια για να δικαιολογηθούν με αντιιμπεριαλιστικές ιδεολογικές πιρουέτες– υπήρξαν σημαντικά κομμάτια του λεγόμενου ανατρεπτικού χώρου που υποστήριξαν τον αγώνα των καταλανών για ανεξαρτησία. Αυτή τη φορά με το πρόσχημα ότι μάχεται ενάντια σε κάποιους φασίστες (στην προκειμένη περίπτωση το ισπανικό κράτος, όπως, τηρουμένων των αναλογιών, το ISIS στην περίπτωση των κούρδων). Αλλά και ότι, αν και παραγωγός εθνικής ταυτότητας και ιδεολογίας, το καταλανικό κίνημα ανεξαρτησίας έχει προοδευτικό χαρακτήρα, γιατί ορισμένοι από τους κύριους οργανωμένους φορείς του έχουν συνδεθεί ιστορικά με το όραμα μιας άλλης κοινωνίας, είτε στην αριστερή είτε στην αναρχική εκδοχή του. Προσπαθήσαμε, εκ νέου και σε ευρωπαϊκό έδαφος αυτή τη φορά, να συζητήσουμε μεταξύ μας τι είναι αυτό που καθιστά ελκυστικά τέτοιου είδους κινήματα, όπως το καταλανικό, σε μάτια και αυτιά που υπό άλλες συνθήκες παραμένουν κλειστά στα κελεύσματα των εθνικών ιδεολογιών. Καταλήξαμε προσωρινά πως, αν είναι να απομονώσουμε έναν παράγοντα ως τον πιο σημαντικό, αυτός δεν είναι άλλος από το γεγονός ότι το καταλανικό κίνημα ανεξαρτησίας εμφανίζεται να συγκρούεται με έναν κεντρικό αυταρχικό κρατικό μηχανισμό, τον ισπανικό στην προκειμένη περίπτωση, προσπαθώντας να άρει την καταπίεση που ισχυρίζεται ότι υφίσταται. Ως λαός, όμως, ή ως έθνος; Έχει κάποια σημασία η απάντηση σε αυτό το ερώτημα για όποιον θέλει να κατανοήσει την τωρινή συγκυρία, η οποία δεν φέρει τίποτα το ανατρεπτικό ως προοπτική; Αν και υπάρχει σύγκλιση μεταξύ των δυο κειμένων που δημοσιεύονται εδώ όσον αφορά την κεντρικότητα του κράτους ως στιγμής, ειδικά όταν ο μεν AC γράφει ότι:
“τα διάφορα αποσχιστικά κινήματα (…) συμμετέχουν με τον τρόπο τους στην κίνηση επαναπροσδιορισμού του κράτους”
και ο δε Hansen, πιο αναλυτικά, ότι:
“Η κρίση απόσχισης αυτού του φθινοπώρου δεν αναβλύζει ανόθευτη από τον καταλανικό εθνικισμό, ούτε από κάποια αρχαία σύγκρουση με την Ισπανία. Το πλαίσιό της, χωρίς το οποίο θα ήταν ανέφικτη, υπήρξε η ευρύτερη κρίση του ισπανικού κράτους και της ΕΕ. Ο στρατηγικός και ιδεολογικός προσανατολισμός του κινήματος ανεξαρτησίας, παρότι ιδιαίτερος και μη-αναγώγιμος, αποκαλύπτει πως απαντά σε μια μεσοβασιλεία που βιώνεται επίσης, αν και με διαφορετικό τρόπο, και σε εγκαθιδρυμένα έθνη-κράτη. Ο αγώνας στην Καταλονία αφορά την ανεξαρτησία, αλλά ο όρος κλειδί αυτής είναι η πολιτική κυριαρχία [sovereignty]. Ως τέτοια, κάθε αξιολόγηση του καταλανικού procés έχει επίσης κάτι να πει για τον πολιτικό προσανατολισμό που αναδύεται σε όλη την Ευρώπη με πολύ διαφορετικές, ακόμη και αντικρουόμενες, εκδοχές όπως το Brexit (δεξιό κι αντιευρωπαϊκό) και ο ΣΥΡΙΖΑ (αριστερός και ευρωπαϊστής). Αυτές οι πολιτικές δεν μπορούν να περιγραφούν ως διαφορετικά παραδείγματα του ίδιου είδους, ας πούμε του «λαϊκισμού», αλλά η κοινή τους επίκληση στην εθνική κυριαρχία πράγματι απαιτεί μια, προς το παρόν υποθετική, εξήγηση.”
την ίδια στιγμή, είναι εμφανές το διαφορετικό κέντρο βάρους της ανάλυσής τους, όταν ο AC αναδεικνύει τον πρωταγωνιστικό ρόλο του λαού σε βάρος του ανήκειν σε ένα εθνικό σύνολο:
“Ως «λαϊκισμό» δεν πρέπει να θεωρούμε ούτε τη δημαγωγική πολιτική που έχει στόχο να εργαλειοποιήσει τις πιο φτωχές και λιγότερο μορφωμένες τάξεις ούτε τον απλό εθνικισμό (αν και στοιχεία από τις δυο αυτές εκδοχές μπορούν να υπάρχουν), αλλά περισσότερο ένα διαταξικό κίνημα, εντός του οποίου η εθνική ενότητα δεν υφίσταται μέσω της «προς τα πάνω» ταυτοποίησης των υποκειμένων με το κράτος (όπως στην περίπτωση της «λαϊκής» υπεράσπισης μιας αποικιακής πολιτικής, για παράδειγμα), αλλά περισσότερο μέσω της οριζόντιας ανα- γνώρισης της ισότητας των υποκειμένων στο εσωτερικό ενός εθνικού συνόλου και μέσω του ιδεολογικού επανακαθορισμού των καπιταλιστικών σχέσεων στη βάση αυτής της ισότητας τιθέμενης ως θεμελιώδους. Συγκεκριμένα, αυτό σημαίνει ότι είναι πιο σημαντικό το κράτος να θεωρείται «αντικειμένο του λαού», απορροή της κοινότητας και να καθίσταται εφεξής υπεύθυνο για την ιδιαίτερη ύπαρξη αυτής της  υποτιθέμενης ισότητας… Για την Καταλονία και το αποσχιστικό κίνημα, η διατύπωση της υπεροχής του λαού επί του κράτους είναι αυτό που του επιτρέπει να διαβεβαιώνει ότι είναι ο ίδιος ο λαός που ορίζει το εθνικό σύνολό «του» και όχι το αντίστροφο. Ο λαϊκισμός θέτει το ζήτημα της κοινωνίας των πολιτών, αλλά με μια εντελώς ιδιαίτερη μέθοδο, παρουσιάζοντάς την τόσο ως μια ουσιώδη κοινότητα –ο «λαός»– είτε με έναν πολιτικό (το ανήκειν στη Δημοκρατία) είτε με έναν εθνοτικό τρόπο (η γλώσσα, τα έθιμα, η καταγωγή) όσο και ως μια υλική κοινότητα, η οποία κυβερνάται από το κράτος και υφίσταται εντός των κατηγοριών του καπιταλισμού. Η ουσιώδης κοινότητα είναι, εντός του λαϊκισμού, αυτό που προσδίδει νομιμότητα στο κράτος και αποτελεί επίσης την προνομιακή οδό με την οποία φετιχοποιούνται οι καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις· ή καλύτερα, η γλώσσα με την οποία εκφράζεται αυτή η φετιχοποίηση.”
Μακριά από το να αποτελεί τροφή για ακαδημαϊκά συμπόσια, η συζήτηση για τη διάκριση μεταξύ λαού και έθνους είναι πάνω από όλα προϊόν και συνέπεια της ανάγκης μας να κατανοήσουμε τα πρόσφατα κινήματα της περιόδου και τη μαζική εξέλιξή τους σε μια κατεύθυνση που κάθε άλλο παρά ανατρεπτική της καθεστηκυίας τάξης είναι. Και τα δυο κείμενα που έχουν επιλεχθεί αναγνωρίζουν τη συνέχεια μεταξύ του καταλανικού κινήματος ανεξαρτησίας και του δραστήριου κινήματος πλατειών που προηγήθηκε. Διερευνούν προσεκτικά τον τρόπο που αναπτύσσονται τόσο η εθνική ενότητα και ο λαϊκισμός, οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος, στα ίδια τα κοινωνικά όρια της απεύθυνσης του κινήματος των πλατειών, στην ήττα της αμφισβήτησης των κοινωνι- κών σχέσεων εκμετάλλευσης και καταπίεσης. Σκύβουν πάνω στο σημείο καμπής που σχετίζεται με την αρχική ταξική σύνθεσή του και τον ρόλο του κράτους, το οποίο εμφανίζεται πλέον ως λύση και όχι ως πρόβλημα. Προϋπόθεση της σαγήνης για τις μάζες των καταλανών που κατέβηκαν στους δρόμους, και οπωσδήποτε συνέπεια της, είναι η αποδοχή του εθνικού χαρακτήρα της αντι- παράθεσης ως αναβάθμιση της προηγούμενης φάσης αλλά και θετική αποτίμηση του ηγετικού ρόλου της μεσαίας τάξης και των προσδοκιών της, υποτιμώντας, ηθελημένα ή μη, το γεγονός ότι:
“Στην ίδια την Καταλονία, η μανιχαϊστική διαμάχη έχει περιορίσει πολλές από τις μορφές αλληλεγγύης και την ταξική σύνθεση που είχαν αναδυθεί μέσα στην κρίση και παρέδωσε την αυτόνομη λαϊκή πρωτοβουλία σε μια ηγεσία που ήταν δεδομένο ότι θα την αποθάρρυνε.”
ασχέτως αν, ο ίδιος ο Hansen, ταλαντεύεται ανάμεσα στην εξιδανίκευση της λαϊκής εξουσίας και των λαϊκών τάξεων, υποτίθεται ανέπαφων από την ταύτιση με την εθνική ενότητα που προωθούν τα μεσαία στρώματα, και τον ρεαλιστικό φιλο-συριζαϊσμό ή φιλο-podemισμό. Τη στιγμή που εμφανίζονται μαζικά διαταξικά κινήματα, όπως το καταλανικό, όπου ο εθνικισμός της ίδρυσης ενός ανεξάρτητου κράτους χρησιμοποιείται ως ένα είδος διαπραγμάτευσης για να ενισχυθεί η θέση συγκεκριμένων μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων (που περιλαμβάνουν αγρότες, μικροεπιχειρηματίες, δημοσίους υπαλλήλους, μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα, ελεύθερους επαγγελματίες κ.α.) εντός ενός παγκοσμιοποιημένου ανταγωνιστικού περιβάλλοντος –αποκλείοντας κατά τη γένεση και εξέλιξή του κάθε αναφορά στο κοινωνικό ζήτημα, κάθε αναφορά σε εξουσίες και καταπιέσεις που δεν ταιριάζουν με την αφήγησή του– δεν μπορούμε παρά να διερευνούμε τους τρόπους με τους οποίους θα μπορούσαμε να σταθούμε απέναντί τους υπονομεύοντάς την ατζέντα της μεσαίας τάξης και τους ποικίλους τρόπους με τους οποίους εμφανίζει το συμφέρον της ως συμφέρον όλης της κοινωνίας. Η διάλυση του κεφαλαίου και του κράτους περνάει μέσα από την αμφισβήτηση των στοιχείων που συγκροτούν τις ίδιες τις τάξεις και τις ενοποιούν εθνικά εκ των προτέρων. Με τα λόγια του AC:
“Η ενοποίηση της τάξης σε επαναστατική τάξη θα συνίστατο, αντίθετα, στον πολλαπλασιασμό των συγκρούσεων στη βάση αυτού που την κάνει να υπάρχει ως κατακερματισμένη, στη βάση των συνθηκών που τίθεται από αυτή την ύπαρξη· δηλαδή, όχι μόνο η εκμετάλλευση ως άμεσος  κατακερματισμός (καταμερισμός εργασίας), αλλά εξίσου οι έμφυλες και φυλετικές διαιρέσεις. Αλλά επίσης, πιο γενικά, όλες αυτές που μπορούμε να αποκαλέσουμε κοινωνικές «ανισότητες». Συγκεκριμένα, πρόκειται για έναν άλλο τρόπο να πεις ότι η τάξη δεν ενοποιείται παρά καταργώντας τον εαυτό της ως τάξη, επιτιθέμενη άμεσα (ακόμα κι αν αυτό το άμεσα μπορεί να υπονοεί ιδεολογικές διατυπώσεις) σε αυτό που την κάνει να υπάρχει ως εκμεταλ- λεύσιμη και εκμεταλλευόμενη τάξη.”
*
Μπορεί ο Hansen, εκθέτοντας τον τρόπο με τον οποίο το κί- νημα της ανεξαρτησίας κατανοούσε τον εαυτό του ως αντιστασιακό, να γράφει ότι:
“Πίσω στο 2013, ο Artur Mas –τότε πρόεδρος της Καταλονίας– συνέκρινε την ετήσια διαδήλωση για την καταλανική ανεξαρτησία με την «Πορεία προς την Ουάσιγκτον για Εργασία κι Ελευθερία» του Martin Luther King. Οι ηγέτες του ακροαριστερού, συνελευσιακού κόμματος Υποψηφιότητα Λαϊκής Ενότητας (CUP) επελέξαν αντίστοιχα μια ριζοσπαστικότερη αναφορά από αυτή του ανόμοιου κι αμήχανου συμμάχου τους, και επικαλέστηκαν το παράδειγμα του Μalcolm Χ. Και η επιλογή της ειρηνικής αντίστασης εκ μέρους του κινήματος ανεξαρτησίας συχνά περιγράφτηκε ως «γκαντική».” αφήνει, όμως, εκτός αφήγησης τους αναρχικούς που πίστευαν ότι «Η Καταλονία θα γίνει το δικό σας Βιετνάμ». Ο Tomás Ibáñez, παρόλα αυτά, δεν θα ακολουθήσει αυτή την τακτική. Σε μια εκ- δήλωση που διοργανώθηκε στην Αθήνα στις 10.6.18 με τίτλο «Η αμηχανία και τα διλήμματα των αναρχικών απέναντι στο ζήτημα της εθνικής αυτονομίας στην Καταλονία του σήμερα» από την ομάδα neverendingmay68, κατόπιν πρωτοβουλίας του ίδιου όπως αναφέρθηκε κατά την έναρξη της συζήτησης, θα μας πληροφορήσει ότι μόνο μια μικρή μειοψηφία από τον αναρχικό χώρο δεν θα υποστηρίξει το καταλανικό κίνημα. Και ότι είναι αναγκαίο να μάθει ο κόσμος την έκταση αυτού του φαινομένου, υποστηρίζοντας μεταξύ άλλων τα εξής (η ευθύνη της αποτύπωσης του προφορικού λόγου είναι αποκλειστικά δική μας):
• Η διασταύρωση αναρχισμού και εθνικισμού στην Καταλονία θα γεννήσει τέρατα σαν τον Μινώταυρο.
• Παρά τις προθέσεις τους, οι ελευθεριακοί έγιναν συνοδοιπόροι και κομπάρσοι του καταλανικού εθνικισμού, ενδυναμώνοντάς τον. Έχοντας κατά νου ότι είναι ο εθνικισμός που δημιουργεί τα έθνη και όχι το αντίστροφο, δεν εκτιμήθηκε σωστά πως ήταν ο εθνικισμός και η αίσθηση του να ανήκεις σε ένα έθνος αυτά που έδιναν ενέργεια στη διαμάχη και τον αγώνα.
• Υπήρξαν οι Επιτροπές Υπεράσπισης του Δημοψηφίσματος, οι οποίες στη συνέχεια εξελίχθηκαν σε Επιτροπές Υπεράσπισης της Δημοκρατίας με την προοπτική ότι στη συνέχεια θα μπορούσαν να μετασχηματιστούν σε Επιτροπές Υπεράσπισης της Επανάστασης. Αυτή ήταν, σε γενικές γραμμές, η αντίληψη όσων επαναστατικών τάσεων συμμετείχαν σε αυτές, οι οποίες έβλεπαν λανθασμένα μια σύνδεση μεταξύ της υπεράσπισης της δημοκρατίας και της επαναστατικής προοπτικής. Οι Επιτροπές ήταν ελεγχόμενες κυρίως από την ANC και το CUP, αποτελούμενες από τριάντα ως πενήντα άτομα και λειτουργούσαν στη βάση συνέλευσης. Τα χαρακτηριστικά των Επιτροπών που προσέλκυσαν τους ελευθεριακούς ήταν η διάθεση για έμπρακτη ανυπακοή απέναντι στο ισπανικό κράτος, η αυτονομία τους ακόμα και κατά τη διάρκεια της μεταξύ τους σύνδεσης, η ανάδειξη της συνέλευσης ως κεντρικής διαδικασίας λήψης αποφάσεων καθώς όλα περνούσαν από αυτές, ο ορίζοντας τους όσον αφορά τη σύνδεση με το πρόταγμα της επανάστασης και, τέλος, η ετερογενής σύνθεσή τους.
• Οι ελευθεριακοί ισχυρίζονται ότι η πολιτική ετερογένεια των Επιτροπών, στις οποίες μπορούσαν να συμμετέχουν και άτομα που δεν στήριζαν την προοπτική της ανεξαρτησίας, αποτελεί απόδειξη ότι αυτό που κινητοποιεί τους συμμετέχοντες δεν είναι ο εθνικισμός, αλλά η ανυπακοή. Παράλληλα, ασκούσαν κριτική σε όσους δεν συμμετείχαν στις Επιτροπές με το επιχείρημα ότι «είμαστε ενάντια στα πολιτικά γκέτο που δεν δρουν στην κατεύθυνση αποδυνάμωσης του ισπανικού εθνικισμού». Όμως, τελικά, υπάρχουν δυο εθνικισμοί που ενδυναμώνονται στην Καταλονία.
• Οι αναρχικοί αγωνίζονται ενάντια στα κράτη χωρίς να πρέπει να κάνουν τη διάκριση ανάμεσα σε καταλανικό και ισπανικό. Αυτό που προσπαθούν να κάνουν οι εθνικιστές, να δημιουργήσουν ένα ανεξάρτητο κράτος, θα δημιουργήσει πάλι τάξεις, νέα κράτη κλπ. Τα λάθη όσων στήριξαν τον καταλανικό εθνικισμό συμπληρώθηκαν από αυταπάτες τις οποίες δημιούργησε η αυτοοργάνωση μεγάλων μαζών. Αν και πρέπει να ειπωθεί ότι ο λαός δεν αυτοοργανώθηκε σε μυθικό βαθμό, γιατί από πίσω υπήρχαν κόμματα, οργανώσεις και η ίδια η καταλανική κυβέρνηση.
• Οι αναρχικοί δεν πρέπει να θεωρούν το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση αναπαλλοτρίωτο και φυσικό, και με αυτό το επιχείρημα να το υποστηρίζουν ούτε υποστηρίζουν όλους τους αγώνες για ελευθερία και αυτοδιάθεση. Οι εθνικιστές στην Καταλονία χρησιμοποιούν ως επιχείρημα τη Χάρτα του ΟΗΕ, όταν θέλουν αναφερθούν στο δικαίωμα στην αυτοδιάθεση, όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πρόκειται για αρχή του διεθνούς δικαίου. Στο αίτημα για αυτοδιάθεση δεν μπορούν να συμμετέχουν κράτη ούτε να αδελφοποιούνται εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενοι, γι’ αυτό πρέπει να καταγγέλλουμε και τους αναδυόμενους εθνικισμούς.
• Εμείς διαλέγουμε το πεδίο του αγώνα, πού θα χτυπήσουμε και πότε, αντί να διαλέγουν άλλοι για εμάς. Κάθε κομμάτι του κινήματος ανεξαρτησίας μπόρεσε να έχει τη δική του αντίληψη όχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά και για το κίνημα συνολικά. Και αυτό όσο περισσότερο αντιλαμβανόταν τη δημοκρατία ως συνεκτικό στοιχείο και ορίζοντα όλων των κομματιών μεταξύ τους, όσο οι δημοκρατικές διαδικασίες μπορούσαν να θεωρούνται μέσα αγώνα και διεξαγωγής της αντιπαράθεσης. Σε ένα απόσπασμά του ο Hansen δείχνει την πραγματική όψη αυτής της συνθήκης, που δεν είναι άλλη από τη μετατόπιση του πεδίου πάλης στην κρατική πολιτική μέσω της σταδιακής εξαφάνισης των περιεχομένων:
“Τα όρια της πολιτικής της κυριαρχίας είναι πάντα τα ίδια: ο πρωταγωνιστικός ρόλος του πολίτη και η λησμόνηση του μετανάστη, η προτεραιότητα της αντιπροσωπευτικής πολιτικής και η εργαλειοποίηση ή παραμέληση της οικοδόμησης λαϊκής ή ταξικής εξουσίας. Το κυρίαρχο αίτημα του 15Μ, «πραγματική δημοκρατία τώρα», θα κατέληγε να παίξει κεντρικό ρόλο στην οικοδόμηση εγχειρημάτων λαϊκής κυριαρχίας και λαϊκής ιδιότητας του πολίτη, εστιάζοντας στον ψηφοφόρο πολίτη και την εκλογική πολιτική, και τους εξαντλητικούς κύκλους εκλογικών εκστρατειών. Σταδιακά, το περιεχόμενο του αγώνα γινόταν όλο και ρηχότερο, ώστε να οικοδομηθούν «κοινωνικές πλειοψηφίες», «κυβερνήσεις για τον καθένα», «συμπεριλήψεις για όσους έμεναν απ’ έξω». Οι ρίζες αυτής της «επικέντρωσης στην κυριαρχία» στην Καταλονία, την Ισπανία και αλλού, βρίσκονται στην κρίση της μεσαίας τάξης… Σήμερα, η κρίση της μεσαίας τάξης διευρύνει το εκλογικό σώμα που θα παρακολουθούσε τη συλλογιστική της εθνικής κυριαρχίας.”

Μόνο όταν αδειάσει εντελώς ο κοινωνικός αγώνας από κάθε αμφισβήτηση και εγκαταλειφθεί κάθε συγκεκριμένο πεδίο κριτικής αντιπαράθεσης, μπορεί η δημοκρατία να μετατραπεί σε φετίχ μέσω της κατεξοχήν μορφής της που υποτίθεται ότι αποτυπώνει πιο «καθαρά» τη λαϊκή βούληση, που δεν είναι άλλη από το δημοψήφισμα. Αυτοί που ανήγαγαν τη συμμετοχή στα δημοψηφίσμα- τα σε δήθεν αγώνα για την υπεράσπιση των συμφερόντων των κατώτερων τάξεων, επεξεργαζόμενοι λεπτεπίλεπτες τακτικές και νοηματοδοτώντας αυθαίρετα την ψήφο, κάνουν ότι δεν καταλαβαίνουν  πως η δημοκρατία είναι κενό σημαίνον μόνο γι’ αυτούς που κρατάνε τα κλειδιά του ορισμού του τι είναι πολιτικό και τι όχι. Πάνω από όλα για τις φράξιες της αστικής τάξης και τα στηρίγμα- τά τους εντός των κρατικών μηχανισμών.
*
Αν υπάρχει μια πιθανότητα για την επαναστατική προοπτική, αυτή περνάει αναγκαστικά από την υπονόμευση του έθνους και της δημοκρατίας ως καθολικές μορφές συγκρότησης κοινοτήτων. Από τη δική τους σκοπιά, πάντοτε οι ανάγκες και οι επιθυμίες μας θα εμφανίζονται ως επιμέρους, δευτερεύουσες, λίγες και προς υποτίμηση με την πρώτη ευκαιρία, προς διαμεσολάβηση από την
κάθε φορά επίσημη πολιτική. Το θεμέλιό τους, το κράτος, θα μπορέσει να χτυπηθεί όταν οι συλλογικοί αγώνες μας θα μπορέσουν να ισχυροποιηθούν σε τέτοιο βαθμό ώστε να εκφράσουν οι ίδιοι την κοινωνικότητά μας ως αγωνιζόμενων, ως συγκεκριμένων προσώπων και σωμάτων.