Το βιβλίο Μεταφράσεις του κράτους σε συριακό έδαφος: Συλλογή κειµένων για τη Rojava και το Ισλαµικό Κράτος, εκδόθηκε σε 500 αντίτυπα στην Αθήνα τον Απρίλιο του 2017 και διανέµεται χωρίς αντίτιµο. Δεν αναγνωρίζουµε κανενός είδους πνευµατικά δικαιώµατα. Η έκδοση µπορεί να χρησιµοποιηθεί ελεύθερα για κινηµατική χρήση.
Ολόκληρη η έκδοση μπορεί να βρεθεί εδώ.
Ακολουθεί ο πρόλογος της έκδοσης:
Μετά από πολύµηνη διαδικασία συζητήσεων, προχωράµε στην έκδοση της παρούσας συλλογής κειµένων για τη Rojava και το Ισλαµικό Κράτος σε µια συγκυρία που ο εµφύλιος πόλεµος στη Συρία, αλλά και πιο πέρα ακόµα, στα εδάφη του Ιράκ, απέχει πολύ από την ολοκλήρωσή του, ενώ το καθεστώς της επόµενης µέρας δεν έχει προς το παρόν ξεκαθαριστεί πλήρως. Μολονότι, οπωσδήποτε, αν υπάρχει κάτι εγγυηµένο εδώ και καιρό, είναι η παραµονή του Άσαντ στην εξουσία και η σταδιακή αποκατάσταση της καπιταλιστικής οµαλότητας.
Δεν είναι, όµως, µόνο αυτός ο λόγος, δηλαδή η χρονική συνέχιση του πολέµου, που ενδεχοµένως καθιστά επίκαιρη αυτή την έκδοση. Η κατάσταση στα τρία καντόνια της βόρειας Συρίας, πιο γνωστά µε το όνοµα Rojava, και οι κοινωνικές σχέσεις που αναπτύσσονται εκεί βρίσκουν ακόµα θέση στη λεγόµενη πολιτική ατζέντα των ηµερών µας, ενώ, στο εξωτερικό, µέσα στο 2016, εκδόθηκαν και αρκετά βιβλία πάνω στον πόλεµο της Συρίας και τη λεγόµενη «επανάσταση» των Κούρδων στην περιοχή που ελέγχουν. Με τον τρόπο µας, επιδιώκουµε να συµβάλλουµε κι εµείς στην ευρύτερη συζήτηση που έχει συστηµατοποιηθεί τουλάχιστον από το 2014 και µετά, αν και όχι µε τη συνήθη διθυραµβική αντιµετώπιση.
Όσοι ασχοληθούν µε όσα γράφονται στα επτά κείµενα που αποτελούν αυτό το βιβλίο, τέσσερα για την κατάσταση που επικρατεί στη Rojava και τρία αντίστοιχα για το Ισλαµικό Κράτος, ίσως µας κατηγορήσουν ότι µας ενδιαφέρει η πολιτική καθαρότητα και ότι επιδιώκουµε να παραµείνουµε στο απυρόβλητο, αποφεύγοντας να λερώσουµε τα χέρια µας παίρνοντας θέση για µια «πραγµατική» επανάσταση, η οποία, σύµφωνα µε το αυτό το πολιτικό σκεπτικό, είναι αναπόφευκτα γεµάτη αντιφάσεις. Αντιπαρερχόµενες αυτά τα εύκολα συµπεράσµατα, ισχυριζόµαστε πως το να επιδιώκεις να κατανοήσεις τις παρούσες αντιφάσεις µιας δοσµένης κοινωνικής διαδικασίας και να αγωνίζεσαι για το ξεπέρασµά τους µε επαναστατικό τρόπο διαφέρει πολύ από το να υπερασπίζεσαι τις ίδιες τις αντιφάσεις ως τέτοιες, σαν η ίδια η ύπαρξή τους να υπονοούσε την αφετηρία µιας κοινωνικής επανάστασης.
Δεν αµφιβάλλουµε πως στην περιοχή της βόρειας Συρίας που οι Κούρδοι και οι υποστηρικτές τους αποκαλούν Δυτικό Κουρδιστάν, έχουν υπάρξει ιστορικά προλεταριακοί αγώνες. Δικός µας στόχος µε αυτή την έκδοση είναι να προσπαθήσουµε, κατά το δυνατόν, να διαπεράσουµε το ιδεολογικό πέπλο που έχει πέσει πάνω στις πραγµατικές κοινωνικές σχέσεις που επικρατούν στην περιοχή και να βγάλουµε ορισµένα συµπεράσµατα για την τρέχουσα περίοδο. Δεν έχουµε σκοπό να απαξιώσουµε τις όποιες προσπάθειες καταβάλλουν οι Κούρδοι για µια καλύτερη ζωή, αλλά είναι αναγκαίο να τους αναγνωρίσουµε ως µια εθνότητα, όπως όλες οι άλλες, η οποία είναι διαιρεµένη σε κοινωνικές τάξεις και στης οποίας την καθηµερινότητα ενοικούν όλων των ειδών οι καταπιέσεις και εξουσίες. Δεν υπάρχει καµία περίπτωση να υποστηρίξουµε γενικά και άκριτα οποιαδήποτε αντίληψη φέρει µια αγωνιζόµενη κοινωνική οµάδα για τον εαυτό της, συµπεριλαµβανοµένης της αυτοθυµατοποιητικής αναφοράς σε έναν «έθνος χωρίς πατρίδα». Το έθνος δεν µπορεί ποτέ να αποτελέσει προϋπόθεση της κριτικής, αλλά µόνο έναν από τους κύριους στόχους της.
Δεν µετέχουµε της αριστερίστικης λογικής που θέλει να υποστηρίζει τους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες σε ένα σηµείο του πλανήτη, κοινοβουλευτικές (αριστερές κατά προτίµηση) δυνάµεις σε ένα άλλο και τον κουρδικό δηµοκρατικό συνοµοσπονδισµό σε ένα τρίτο. Το πρόβληµα είναι η ίδια η έννοια του αυτοκαθορισµού ενός λαού και η διαταξική εξουσιαστική προοπτική δηµιουργίας ενός κράτους, µε την οποία αυτή συνδέεται άρρηκτα, καθώς υλοποιείται. Το ίδιο ισχύει και για την περίπτωση του Ισλαµικού Κράτους, µόνο που εκεί κύριο ενοποιητικό χαρακτηριστικό αποτελεί η ισλαµική θρησκεία, εξίσου ασύµβατη όπως κάθε θρησκεία µε όποια προοπτική χειραφέτησης.
Η δική µας οπτική γωνία, που διαπερνάει και τα έξι από τα επτά κείµενα που δηµοσιεύουµε (µόνη ίσως εξαίρεση το κείµενο των Crimethinc) επικεντρώνει στους κοινωνικούς αγώνες ως τέτοιους και στις προσδοκίες των από κάτω χωρίς να υιοθετεί µια αντιιµπεριαλιστική αντίληψη και χωρίς, φυσικά, να ταυτίζεται µε κάποιο στρατόπεδο στον πόλεµο που ξεκίνησε σε συριακό έδαφος από το 2011 και µετά. Επειδή, εντούτοις, η κουρδική απόπειρα ανοικοδόµησης µιας εναλλακτικής στο υπάρχον επιδιώκει να τοποθετηθεί πιο κοντά στις δικές µας, δυτικές, εµπειρίες αγώνα –και σίγουρα επειδή µας είναι απόµακρες οι όποιες προσδοκίες για µια καλύτερη ζωή που διαµεσολαβούνται από τους φονταµενταλιστές ιθύνοντες του Ισλαµικού Κράτους (το δεύτερο µέρος αυτής της έκδοσης προσπαθεί να καταπιαστεί µε αυτό το ζήτηµα)– χρειάζεται να πούµε κάποια πιο συγκεκριµένα πράγµατα για τη θέση του PKΚ και του PYD, του κοµµατικού κλώνου του, στην περιοχή.
Το κουρδικό έθνος διεκδικεί µια επικράτεια που βρίσκεται ανάµεσα στη Συρία, την Τουρκία, το Ιράν και το Ιράκ, εντός µιας ευρύτερης περιοχής πλούσιας σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Σε αυτή την επικράτεια, εδώ και έναν αιώνα, οι Κούρδοι αγωνίζονται µε διαφορετικούς τρόπους και υπό διαφορετικές ηγεσίες για τον εθνικό αυτοκαθορισµό τους.
Η τωρινή συνθήκη που έχει διαµορφωθεί στη Rojava αντιµετωπίζεται συνήθως αποκοµµένη από το ιστορικό πλαίσιο, µέσα από το οποίο έχει προκύψει. Γενικά µιλώντας, προκύπτει από τον συνδυασµό τριών παραγόντων: της ένοπλης πάλης που διεξάγει το PKK στην Τουρκία από το 1984, η οποία έχει περάσει από διάφορα στάδια˙ της εισβολής στο Ιράκ το 2003 από τις ΗΠΑ και τους συµµάχους τους, η οποία επέτρεψε για πρώτη φορά σε κουρδικές δυνάµεις (αν και εχθρικά προσκείµενες προς το ΡΚΚ) να έχουν υπό τον αποκλειστικό έλεγχό τους µια περιοχή˙ της εξέγερσης ενάντια στο καθεστώς Άσαντ, και του εµφυλίου πολέµου που ακολούθησε, στον οποίο το PKK/PYD συνεργάστηκε µε τις ΗΠΑ, αλλά και τον Άσαντ. Παρόλο που αναγνωρίζουµε τη σηµασία της γεωπολιτικής προσέγγισης στη χαρτογράφηση του συσχετισµού δυνάµεων και των συµφερόντων όλων των εµπλεκόµενων στον συριακό εµφύλιο πόλεµο, δίνουµε ιδιαίτερη σηµασία στον τελευταίο παράγοντα, την εξέγερση των Σύριων προλετάριων εναντίον του καθεστώτος, καθώς είναι αυτή που προκάλεσε την αποµάκρυνση των δυνάµεων της τάξης από τη βόρεια Συρία και επέτρεψε στους Κούρδους να τη θέσουν υπό τον έλεγχό τους. Χωρίς, βέβαια, να έρθουν σε ευρεία αντιπαράθεση µε τον συριακό στρατό και επιλέγοντας να συνεργαστούν µαζί του σε βάθος χρόνου.
Ας θυµηθούµε λοιπόν ότι, το 2011, σε πολλές πόλεις της Συρίας –συµπεριλαµβανοµένης και της Rojava– ξέσπασε µια εξέγερση ενάντια στο καθεστώς Άσαντ, η οποία κατεστάλη βιαίως και, καθώς οι από τα κάτω αποφάσισαν να απαντήσουν στη βία που δέχονταν, οδηγήθηκαν σε ένοπλη αντιπαράθεση διαρκείας µε τις δυνάµεις της τάξης. Η αρχική απελευθερωτική συνθήκη και η αλληλοβοήθεια µεταξύ των προλετάριων, σε συνδυασµό µε τις µαζικές λιποταξίες από τον συριακό στρατό, µετασχηµατίστηκε σταδιακά σε εµφύλιο πόλεµο. Κύριο ρόλο στην ενσωµάτωση των διάφορων διάσπαρτων οµάδων αντίστασης σε µια κάθετη δοµή µε στόχο την ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ και την αντικατάστασή του µε ένα άλλο έπαιξε ο FSA και η διασύνδεσή του µε διάφορες ηγεµονικές φράξιες που επεδίωξαν να επιβληθούν η µια στην άλλη, καθιστώντας τον FSA αρκετά ασταθή πολιτικά και στρατιωτικά.
Είναι µέσα σε αυτό το πλαίσιο που το PKK/PYD κατόρθωσε να θέσει υπό τον έλεγχό του τα τρία καντόνια στη βόρεια Συρία, όπου πλειοψηφεί ο κουρδικός πληθυσµός: αφενός, αποµακρύνοντας τις αντιστάσεις απέναντι στο καθεστώς από το υπόλοιπο εξεγερσιακό συγκείµενο και διοχετεύοντάς τες προς όφελος ενός σχεδίου δηµιουργίας ενός νέου κράτους στην περιοχή˙ αφετέρου, συγκρουόµενο µε τις υπόλοιπες δυνάµεις που πολεµούν τη συριακή κυβέρνηση, δηλαδή τον FSA και το Ισλαµικό Κράτος, το οποίο αναδύεται σταδιακά ως βασική δύναµη όταν ο ριζοσπαστικός ισλαµισµός γίνεται η κύρια έκφραση εναντίωσης στο καθεστώς. Εκτιµούµε ότι το πρότζεκτ διακυβέρνησης του PKK/PYD στην περιοχή απέκτησε σηµασία και έγινε γνωστό σε διεθνή κλίµακα –βρίσκοντας ανταπόκριση και βοήθεια από ένα µεγάλο εύρος πολιτικών δυνάµεων, από τη σοσιαλδηµοκρατία και τους φιλελεύθερους µέχρι την άκρα αριστερά και τους αναρχικούς– ακριβώς λόγω της αντιπαράθεσή του µε το Ισλαµικό Κράτος. Αντανάκλαση αυτής της συνθήκης αποτελεί, κατά κάποιον τρόπο, και η διαίρεση της παρούσας έκδοσης σε δυο µέρη, το καθένα αφιερωµένο στις δυο πιο σηµαντικές δυνάµεις που εµφανίστηκαν στο προσκήνιο και αυτοπαρουσιάστηκαν ως φορείς υλοποίησης ενός επαναστατικού οράµατος.
Οι σκέψεις που κατατίθενται στα κείµενα αυτής της συλλογής επιδιώκουν να µιλήσουν για αυτά τα οράµατα από µια κριτική σκοπιά, καθώς µε τον έναν ή τον άλλο τρόπο επικρατεί σύγχυση σχετικά µε το καθεστώς που επικρατεί ειδικά στη Rojava και το οποίο χαρακτηρίζεται «επαναστατικό» από πολλές και διαφορετικές πλευρές, µε διαφορετικά κίνητρα και επιδιώξεις. Η παρούσα έκδοση φιλοδοξεί να συµβάλλει, κατά το δυνατόν, στη διεξαγωγή αυτής της συζήτησης µε καλύτερους όρους. Παρόλο που δεν θα συνυπογράφαµε κάθε θέση που µπορεί να εκφράζεται στα επτά κείµενα που µεταφράστηκαν και συµπεριλαµβάνονται στην παρούσα έκδοση, για εµάς είναι αναγκαίο να µπορέσουµε να κατανοήσουµε τις εκεί διεργασίες προκειµένου να διακρίνουµε τις όποιες ρήξεις λαµβάνουν χώρα, αλλά και τις ιδεολογίες µε τις οποίες νοµιµοποιείται η αποκατάσταση νέων σχέσεων κυριαρχίας και η ανάδυση νέων κρατικών σχηµατισµών.
Η αρνητική απάντηση στο ερώτηµα αν στη Rojava λαµβάνει χώρα µια επανάσταση περνάει αναγκαστικά µέσα τη φύση του ΡΚΚ ως πολιτικού κόµµατος. Ιδρυµένο το 1978, είχε για πολλά χρόνια ανοιχτά µαρξιστικές-λενινιστικές καταβολές επηρεασµένες από τα µαοϊκά αντάρτικα, τα οποία πριµοδοτούσαν την αντιπαράθεση µε τον στρατό του αντιπάλου στην ύπαιθρο, τη στρατιωτική πειθαρχία, την απαγόρευση ερωτικών σχέσεων µεταξύ των µελών τους στο µέτωπο κ.α. Στην πορεία του χρόνου, και υποτίθεται µετά από την ιδεολογική στροφή του φυλακισµένου ηγέτη του Ocalan, το κόµµα, στο 8ο Συνέδριό του το 2002, θα προσχωρήσει σε µια τάση περισσότερο κοντά στον ελευθεριακό σοσιαλισµό υιοθετώντας την αρχή του δηµοκρατικού συνοµοσπονδισµού. Αυτή η ιδεολογική στροφή εκφράζει ως έναν βαθµό την κριτική προς την παραδοσιακή έννοια του έθνους-κράτους, καθώς προπαγανδίζει την οµοσπονδιακή οργάνωση της κοινωνίας, την οικολογική συνείδηση και τον φεµινισµό. Ως τέτοια, όµως, έχει εγγενή και αξεπέραστα όρια, όσο κι αν δηλώνει πως σχετίζεται µε τον ελευθεριακό κοινοτισµό.
Σε κάθε περίπτωση, ο χαρακτηρισµός του ΡΚΚ ως τροµοκρατική οργάνωση από το ΝΑΤΟ και η διάλυση της ΕΣΣΔ –µαζί µε τη στήριξη που αυτή παρείχε σε διάφορα εθνικοαπελευθερωτικά κινήµατα ανά τον πλανήτη– αλλά και η στροφή για στήριξη προς το κίνηµα κατά της παγκοσµιοποίησης, αποτελούν σοβαρούς λόγους που υπαγόρευσαν την αλλαγή στρατηγικής του ΡΚΚ. Κατά την άποψή µας, και παρά το µέγεθός της, αυτή η ιδεολογική µετατόπιση δεν συνεπάγεται και εγκατάλειψη του στρατηγικού στόχου, ο οποίος παραµένει να αφορά στη δηµιουργία ενός κράτους στην περιοχή που θα µπορούσε να αναγνωριστεί από τον ΟΗΕ και να ενταχθεί απρόσκοπτα στην παγκόσµια αγορά. Χαρακτηριστικό παράδειγµα αποτελεί η περίπτωση του ιρακινού Κουρδιστάν. Η δική µας κριτική, παρόλα αυτά, κατευθύνεται στην ίδια τη δηµιουργία ενός κράτους ως τέτοια, αν και µεταξύ µας δεν συµφωνούµε πλήρως ως προς το ποιο θα µπορούσε να είναι το περιεχόµενο ενός σύγχρονου αντικρατισµού, εδώ, σήµερα.
Το κράτος δεν συνιστά απλά µια δοµή που αποτελείται από µια κυβέρνηση, µια αστυνοµία, έναν στρατό και έναν διοικητικό µηχανισµό, αλλά συνιστά µια σχέση, την υλοποίηση της τάξης του καπιταλιστικού κόσµου και µικρή σηµασία έχει αν αντλεί τη νοµιµοποίησή του από ένα κοινοβούλιο ή έναν αυτοδιοικητικό µηχανισµό τεσσάρων επιπέδων, όπως στην περίπτωση της Rojava. Αν και το PKK/PYD ισχυρίζεται ότι δεν έχει σκοπό τη δηµιουργία ενός κράτους, αυτό συµβαίνει γιατί είναι το ίδιο που παίζει τον ρόλο του κράτους˙ ρόλος που επιβεβαιώνεται από τις ιδεολογικοπολιτικές πρακτικές που εφαρµόζει στην περιοχή. Γι’ αυτό και τα στελέχη του έχουν δίκιο όταν λένε ότι στη Rojava υπάρχει «ένα κράτος χωρίς κράτος». Ένα κράτος δεν εδαφικοποιείται απαραίτητα ως αµιγές έθνος-κράτος –αν και οι Κούρδοι αποτελούν τη µεγάλη πλειοψηφία των κατοίκων των τριών καντονιών, την οποία το ΡΚΚ φροντίζει να διασφαλίζει– αλλά παίρνει µορφή όσο δεν αµφισβητούνται οι καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις, η ατοµική ιδιοκτησία, οι έµφυλες και φυλετικές διακρίσεις, το µονοπώλιο της βίας (που κατέχει το ΡΚΚ/PYD, όσο κι αν υπάρχουν πολιτοφυλακές άλλων εθνοτικών οµάδων), η υποχρεωτική στράτευση όσων είναι άνω των 18 ετών κ.α.
Οπωσδήποτε, το ΡΚΚ δεν εννοεί την κατάληψη της κρατικής εξουσίας µε τον κλασσικό µαρξιστικό-λενινιστικό τρόπο και επιδιώκει πλέον την εισαγωγή µιας ορισµένης κριτικής στο κράτος µέσω της αρχής του δηµοκρατικού συνοµοσπονδισµού, όπου η έννοια του κράτους αντικαθίσταται από την έννοια της συνοµοσπονδίας και όπου, στις καλύτερες εκδοχές της, η πρακτική της κοινωνικής οργάνωσης αναλαµβάνεται από µια περισσότερο ή λιγότερο αµεσοδηµοκρατική διαδικασία. Αυτό είναι και το στοιχείο που εκ των πραγµάτων σαγηνεύει αναρχικούς κύκλους ανά την υφήλιο, οι οποίοι κατά τα άλλα µιλάνε για καταστροφή του κράτους. Ο κίνδυνος, για εµάς, προέρχεται από το γεγονός ότι, όταν η κριτική δεν κατευθύνεται στο κράτος ως κεντρικό κόµβο της καπιταλιστικής κοινωνίας, µη αναδεικνύοντας έτσι την πραγµατική φύση του, καταλήγουµε να υπερασπιζόµαστε το υπάρχον µε µια νέα µορφή. Οφείλουµε να επιµείνουµε στην αναγκαιότητα κατανόησης και κριτικής της καπιταλιστικής κοινωνίας µε όσο το δυνατόν πληρέστερο τρόπο. Όταν µιλάµε για κοινωνική επανάσταση, µιλάµε για κατάργηση της ολότητας των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων: του κράτους, της ατοµικής ιδιοκτησίας, της µισθωτής εργασίας, της αξίας, του εµπορεύµατος…
Προτιµούµε, όταν µιλάµε για επανάσταση, να µιλάµε λιγότερο για ζητήµατα µορφής και περισσότερο περιεχοµένου. Η σύγκριση της εικόνας µιας ένοπλης γυναίκας-µέλους µιας κουρδικής πολιτοφυλακής µε την εικόνα µιας ένοπλης γυναίκας-µέλους µιας πολιτοφυλακής στη Βαρκελώνη του ’36 συνιστά σύγκριση µεταξύ δυο πολύ διαφορετικών ιστορικών περιόδων και όχι εύκολη άσκηση αισθητικής ταύτισης ή αναζήτησης ταυτότητας. Από την άλλη, η εύκολη ταύτιση του Ισλαµικού Κράτους µε τον φασισµό παρακάµπτει τις ταξικές αντιθέσεις στο εσωτερικό της ίδιας της κουρδικής επικράτειας και ουσιαστικά καλεί σε συµφιλίωση µε την ντόπια αστική τάξη και τους συµµάχους της ως το µικρότερο κακό. Για µια ακόµη φορά, εφευρίσκονται ιστορικές παραλληλίες που στηρίζονται σε λανθασµένη κατανόηση των δυο περιόδων και όχι στον κριτικό απολογισµό των αγώνων της τάξης µας.
Σε αυτό το σηµείο, θα θέλαµε να πούµε δυο λόγια για τη θέση της γυναίκας στη Rojava, η οποία αναµφισβήτητα έχει βελτιωθεί χειροπιαστά µε την αλλαγή καθεστώτος στην περιοχή. Ωστόσο, και χωρίς να ισχυριζόµαστε ότι έχουµε εξαντλήσει το ζήτηµα, οι ενδείξεις που έχουµε είναι ότι η αµφισβήτηση των σχέσεων έµφυλης καταπίεσης έχει προχωρήσει σε περιορισµένο βαθµό. Η παρουσία των ανδρών στον δρόµο και στο κοινωνικό πεδίο ευρύτερα είναι κυρίαρχη. Επιπλέον, βρισκόµαστε πραγµατικά στο σκοτάδι όσον αφορά τα υπόλοιπα υποκείµενα που υφίστανται έµφυλη καταπίεση, κυρίως οι οµοφυλόφιλοι/ες και οι τρανς. Και όπως φαίνεται στο site του ίδιου του PKK, η φεµινιστική θεωρία του κόµµατος προέρχεται σε πολύ µεγάλο βαθµό από τα γραπτά ανδρών και ειδικά του ηγέτη/πατριάρχη του Ocalan, και όχι από κάποιο ανεξάρτητο φεµινιστικό κίνηµα. Επίσης, παραµένει ανοιχτό το ερώτηµα του κατά πόσο µπορεί η συµµετοχή στον στρατό να αποτελεί βήµα προς τη γυναικεία χειραφέτηση, µε άλλα λόγια πως ο µιλιταρισµός µπορεί να εντάσσεται σε µια πορεία απελευθερωτική, δεδοµένου ότι εγγενώς προάγει τον σεξισµό, τις ιεραρχίες, την υπακοή, τις εξουσιαστικές σχέσεις εν γένει. Άλλωστε, η εµπειρία των εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων δείχνει ότι η συµµετοχή των γυναικών στον στρατό δεν οδήγησε απαραίτητα στη χειραφέτηση, µετά τη νικηφόρα κατάληξή τους. Ας θυµηθούµε την περίπτωση των Σαντινίστας, των οποίων η πολιτοφυλακή, αποτελούµενη κατά 30% από γυναίκες, είχε εντυπωσιάσει πολλούς αριστεριστές τη δεκαετία του ’80: αυτό δεν εµπόδισε, αρκετά χρόνια αργότερα, το «επαναστατικό καθεστώς» να επιβάλλει σκληρότερη νοµοθεσία όσον αφορά την άµβλωση. Ακόµα και µε αυτές τις προβληµατικές, δεν τίθεται καν θέµα σύγκρισης της θέσης της γυναίκας στη Rojava µε τη θέση της στο Ισλαµικό Κράτος, δεν µπορούµε όµως να συµµεριστούµε σε καµία περίπτωση την ενθουσιώδη υποδοχή των εικόνων των µαχητριών του ΡΚΚ/PYD από τα δυτικά µήντια και όχι µόνο. Αυτές οι εικόνες έχουν καταλήξει να είναι ένα οπτικό σηµείο αναφοράς του επικοινωνιακού χειρισµού του κουρδικού καθεστώτος. Και µόνο αυτή η εργαλειακή χρήση της εικόνας, η αισθητικοποίηση της µορφής του µαχόµενου γυναικείου πληθυσµού –συνήθως ευπαρουσίαστου βάση των κυρίαρχων πρότυπων οµορφιάς– δηµιουργεί δικαιολογηµένα ερωτήµατα του κατά πόσο αυτή η χειραφέτηση υπάρχει µόνο στις εµπόλεµες ζώνες και αναλώνεται στις µιλιταριστικές της αναφορές και κατά πόσο έχει προσχωρήσει στην καρδιά του πραγµατικού πεδίου σύγκρουσης κάθε έµφυλης χειραφέτησης, του πεδίου των καθηµερινών κοινωνικοπολιτικών σχέσεων. Όπως και να το κάνουµε, η διαχείριση της συγκεκριµένης οπτικής αναφοράς έχει να κάνει πολύ µε την αντιπαραβαλλόµενη εικόνα της καταπιεσµένης από τα ισλαµικά καθεστώτα γυναίκας και το πόσο πιο εύπεπτη και ταυτοποιήσιµη είναι από το δυτικό κοινό.
*
Στην εποχή µας, που ελάχιστα προσφέρεται για επαναστατική εσχατολογία, πέρα από οποιαδήποτε ανάλυση των όποιων επαναστατικών σκιρτηµάτων στους αγώνες, πέρα από οποιαδήποτε κατονοµασία της αντεπανάστασης που τους αντιπαρατίθεται, χρειάζεται να ενδιαφερθούµε για τη συγκρουσιακή πορεία του καπιταλισµού, τις κρίσεις που φέρει η αναπαραγωγή του, καθώς και για τις εξεγέρσεις που προκαλεί και θα εξακολουθήσει να προκαλεί. Γιατί, ναι µεν οι σηµερινές εξεγέρσεις και οι σηµερινοί αγώνες δεν θα παραγάγουν κατά µηχανικό τρόπο επαναστατικές προοπτικές, αλλά µόνο µέσα σε αυτές τις στιγµές και στη βάση των πρακτικών που αναπτύσσονται εκεί θα µπορέσει ίσως να αναδυθεί ξανά η επαναστατική προοπτική.
Βρισκόµαστε πολύ µακριά από το 2003, όταν µε αφορµή την επικείµενη επέµβαση των δυτικών δυνάµεων στο Ιράκ, πραγµατοποιούνται αντιπολεµικές διαδηλώσεις ταυτόχρονα σε πολλές πόλεις του πλανήτη µετασχηµατιζόµενες οι ίδιες σε γεγονός παγκόσµιας εµβέλειας. Μπορούµε αναµφίβολα να διακρίνουµε εκεί την επιρροή του λεγόµενου κινήµατος κατά της παγκοσµιοποίησης καθώς, όποια κι αν ήταν τα εγγενή όριά του, ήταν το µόνο µέχρι εκείνη τη χρονική στιγµή που έθεσε µε πραγµατικούς όρους το ζήτηµα της επικοινωνίας µεταξύ των αγωνιζόµενων και της αλληλεγγύης πέρα από τα σύνορα. Πρέπει να µεσολαβήσουν αρκετά χρόνια εντός καπιταλιστικής κρίσης για να περάσει η σκυτάλη στα λεγόµενα κινήµατα των πλατειών και την Αραβική Άνοιξη και να πραγµατωθεί ξανά, όποιοι κι αν είναι οι περιορισµοί της, η αναγνώριση της κοινότητας µε τους εξεγερµένους µιας διπλανής επικράτειας, κοντινότερης από όσο πιστευόταν αρχικά. Έστω κι αν οι επιµέρους κρατικές νοηµατοδοτήσεις του πολιτικού δεν ανατράπηκαν ολοσχερώς, και στις δυο περιπτώσεις. Ο πόλεµος στη Συρία οπωσδήποτε δεν έχει προκαλέσει παρόµοιες αντιπολεµικές διαδηλώσεις, και αυτό µόνο πρόβληµα µπορεί να είναι˙ µπορεί το Χαλέπι να προσπέρασε το Σαράγεβο σε ισοπέδωση, πόσοι όµως θα αναγνωρίσουν στους νεκρούς και τους εκτοπισµένους του, κατεξοχήν προλεταριακό πυρήνα της εναντίωσης στο καθεστώς Άσαντ, ως δικούς τους; Αυτή η έκδοση ας θεωρηθεί ως µια µικρή απάντηση σε αυτή την ερώτηση.
Μάιος 2017